μυριάδα

μυριάδα
η (ΑΜ μυριάς, Μ και μυριάδα)
συν. στον πληθ. οι μυριάδες
1. σύνολο από δέκα χιλιάδες ομοειδείς μονάδες, ο αριθμός 10. 000 («παραλαβέσθαι δραχμῶν ἕκαστον ἀργυρίου δεκαδύο ἥμισυ μυριάδας», Πλούτ.)
2. μεγάλη ποσότητα, πολυάριθμο πλήθος («μυριάδες λαού κατέκλυσαν το στάδιο»)
(μσν. -αρχ.) ως επίθ. αναρίθμητος (μυριάδας πόλεις ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἐκένωσεν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μόνος: μονάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυριάδα — η 1. το σύνολο δέκα χιλιάδων μονάδων: Οι στρατιώτες ήταν δυο μυριάδες. 2. μτφ., στον πληθ., μυριάδες αμέτρητοι, αναρίθμητοι: Τον υποστήριζαν μυριάδες λαού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυριάδα — μῡριάδα , μυριάς number of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • ημιμύριος — ἡμιμύριος, ον (Α) μισής μυριάδας, που αντιστοιχεί σε μισή μυριάδα, σε πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μύριος] …   Dictionary of Greek

  • μυρίαθλος — και ποιητ. τ. μυριάεθλος, ον (Α) ήρωας μυρίων αγώνων, άνδρας με μυριάδες αγώνες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρίαθλον μυριάδα αγώνων («οὐχ ὅτι πρὸς πένταθλον, ἀλλ εἰς μυρίαθλον ἀποδυσάμενος», Ακρόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἆθλος (πρβλ. αρίστ… …   Dictionary of Greek

  • μυριάς — μυριάς, άδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μυριάδα …   Dictionary of Greek

  • μυριανδρία — μυριανδρία, ἡ (Μ) [μυρίανδρος] δέκα χιλιάδες άνδρες, μυριάδα ανδρών …   Dictionary of Greek

  • μυριονταδικός — μυριονταδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες 2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002 β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» μονάδα τρίτης τάξεως… …   Dictionary of Greek

  • μυριοστύς — μυριοστύς, ἡ (Α) στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα τυ ς (πρβλ. εκατοσ τύς, χιλιοσ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • μυριότης — μυριότης, ἡ (Α) [μύριοι] η μυριάδα, η ιδιότητα ή το ποσό τών δέκα χιλιάδων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”