μυριάδα — η 1. το σύνολο δέκα χιλιάδων μονάδων: Οι στρατιώτες ήταν δυο μυριάδες. 2. μτφ., στον πληθ., μυριάδες αμέτρητοι, αναρίθμητοι: Τον υποστήριζαν μυριάδες λαού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυριάδα — μῡριάδα , μυριάς number of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
ημιμύριος — ἡμιμύριος, ον (Α) μισής μυριάδας, που αντιστοιχεί σε μισή μυριάδα, σε πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μύριος] … Dictionary of Greek
μυρίαθλος — και ποιητ. τ. μυριάεθλος, ον (Α) ήρωας μυρίων αγώνων, άνδρας με μυριάδες αγώνες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρίαθλον μυριάδα αγώνων («οὐχ ὅτι πρὸς πένταθλον, ἀλλ εἰς μυρίαθλον ἀποδυσάμενος», Ακρόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἆθλος (πρβλ. αρίστ… … Dictionary of Greek
μυριάς — μυριάς, άδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μυριάδα … Dictionary of Greek
μυριανδρία — μυριανδρία, ἡ (Μ) [μυρίανδρος] δέκα χιλιάδες άνδρες, μυριάδα ανδρών … Dictionary of Greek
μυριονταδικός — μυριονταδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στη μυριάδα, στον, αριθμό δέκα χιλιάδες 2. φρ. α) «μυριονταδικὸς διπλούς» μονάδα δευτέρας τάξεως μυριάδων, δηλαδή 10. 0002 β) «μυριονταδικὸς τριπλούς» μονάδα τρίτης τάξεως… … Dictionary of Greek
μυριοστύς — μυριοστύς, ἡ (Α) στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα τυ ς (πρβλ. εκατοσ τύς, χιλιοσ τύς)] … Dictionary of Greek
μυριότης — μυριότης, ἡ (Α) [μύριοι] η μυριάδα, η ιδιότητα ή το ποσό τών δέκα χιλιάδων … Dictionary of Greek